χρυσοῖ

χρυσοῖ
χρῡσοῖ , χρύσεος
golden
masc nom/voc pl (attic epic)
χρῡσοῖ , χρυσόω
make golden
pres ind mp 2nd sg
χρῡσοῖ , χρυσόω
make golden
pres opt act 3rd sg
χρῡσοῖ , χρυσόω
make golden
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χρυσοί — Χρυσός gold masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοί — χρῡσοί , χρυσός gold masc nom/voc pl χρῡσοί , χρυσόω make golden pres subj mp 2nd sg χρῡσοί , χρυσόω make golden pres ind mp 2nd sg χρῡσοί , χρυσόω make golden pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Giro Apo T'Oneiro — Γύρω Από Τ Όνειρο Studio album by Elena Paparizou Released …   Wikipedia

  • αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Απεζανών, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ηρακλείου, αφιερωμένο στον άγιο Αντώνιο τον Αγιοφαραγγίτη, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1548. Γραπτές μαρτυρίες αναφέρουν την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Λουρίδης, Ορέστης — (Κωνσταντινούπολη 1907 –). Οδοντίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην οδοντιατρική και στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως οδοντίατρος και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”